ἐνοχλήσεων

ἐνοχλήσεων
ἐνοχλήσεω̆ν , ἐνόχλησις
annoyance
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μολόχα — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι μαλάχη ή μάλβα η αγρία. Ανθίζει από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Έχει πολύκλαδους κυλινδρικούς βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • εξάντληση, νευρική — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο αίσθημα καταβολής των δυνάμεων και ευερεθιστότητα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ενοχλήσεων είναι ότι απουσιάζουν οι οργανικές αλλοιώσεις ή είναι πολύ ελαφρές για να δικαιολογήσουν τα δυσάρεστα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”